Σημάδι των Θεών

Χρονολογία: 
380-381 μΧ

 

Είναι το χειμερινό ηλιοστάσιο του 380μΧ, η μεγαλύτερη νύχτα του χρόνου. Στο μελετητήριο της Σαμοθράκης, ο Avitus ξυπνά ανήσυχος. Βγαίνει έξω στην βροχή, κάνοντας μια μικρή δέηση στα στοιχεία της φύσης, όταν βλέπει τον τακτικό αγγελιοφόρο να προσεγγίζει. Έφτασαν νέα μαντάτα από τους κατασκόπους της Ρώμης:
 
Αναταραχές τον τελευταίο καιρό στην Lancea et Sanctum: ο Pestilens εξαφανίστηκε από την Ρώμη όταν κατηγορήθηκε για την πανούκλα που ξέσπασε στα προάστειά του. Στη θέση του ανέλαβε νέος επίσκοπος ο Φιλεμών ο Δαμασκηνός, ένας φανατικός κήρυκας από τους άγιους τόπους. Παράλληλα, στο βορρά οι βάρβαροι της βρεττανίας έχουν περάσει το τείχος του αδριανού και κατευθύνονται νότια κατατροπώνοντας τις ρωμαϊκές λεγεώνες. 
 
Καλά νέα μετά από καιρό... Η Ρώμη σπάει και τιμωρείται. Ο Avitus συνομιλεί με τον Αίαντα για την κατάσταση έξω στην βουνοκορφή, όταν το αετίσιο μάτι του μονομάχου πιάνει μια σκιά στη θάλασσα: ένα πλοιάριο πλησιάζει προς τα βράχια. Ο Αίαντας μεταμορφώνεται σε αετό και παρατηρεί τον μυστήριο ταξιδιώτη να οδηγά το πλοιάριο προς τα βράχια έως την ακτή, ύστερα να κολυμπά ως τα βράχια και να τα σκαρφαλώνει, ανεβαίνοντας γοργά προς το πλάτωμα του μελετητηρίου. Ο Avitus, πεπεισμένος πως είναι μήνυμα των θεών, πλησιάζει και περιμένει τον μυστηριώδη ταξιδιώτη να εμφανιστεί. 
Ο μαυροντυμένος ταξιδιώτης γονατίζει μπροστά στον Avitus και βγάζει το κράνος του. Είναι ο Crispus! Ο Julii με τη σημαδεμένη μοίρα, έχοντας διαβεί όλη την αυτοκρατορία στην προσωπική του αναζήτηση, επιστρέφει στη μήτρα, στη Nox, με ένα σχέδιο. 
 
 

Μεγάλες προσδοκίες

Ο Ιουλιανός πριν πεθάνει άφησε πίσω του έναν νεογέννητο γιό. Έχοντας ακούσει τις προφητείες της Nox για την σημασία του Ιουλιανού, ο Crispus δεν πτοήθηκε όταν έμαθε για το θάνατο του παγάνου αυτοκράτορα. Πήρε τον γιό του υπό την προστασία του, και του έδωσε τα εφόδια που θα του χρειαζόταν για τη ζωή που τον περίμενε. Ο νεαρός Λεόντιος ανταποκρίθηκε πλήρως στην εκπαίδευση, ξεπερνώντας τις προσδοκίες του Crispus. Σήμερα το παληκαράκι είναι 16 χρονών, ένας νέος άντρας, και έχει έρθει η ώρα να ξεκινήσει το δρόμο του στο μεγάλο σχέδιο. 
 
Ο Crispus αναφέρει πως τον τελευταίο χρόνο περιπλανήθηκε αρκετά στις χώρες των βαρβάρων, να δει ο ίδιος πόσο αληθεύουν οι φήμες για τις ορδές που μαζεύονται στα σύνορα. Δεν υπάρχει αμφιβολία - οι φυλές του βορά ετοιμάζονται για πόλεμο και μετακινούνται ήδη, ενώ η τακτική του αυτοκράτορα Valentinian να συγκεντρώσει το στρατό μαζί του αφήνοντας ελάχιστη συνοριοφυλακή σημαίνει πως θα γίνει πανωλεθρία. Να ο στρατός μας, λέει ο Crispus, και στον Λεόντιο έχουμε τον ηγέτη αυτών. Οι βάρβαροι είναι παγάνοι, ο χριστιανισμός δεν τους έχει κυριεύσει ολοκληρωτικά. Θα μας φέρουν αυτοί πίσω στη Ρώμη, θα κάψουμε τον χριστιανισμό και στις στάχτες του θα φέρουμε την παλιά λατρεία. Και βέβαια, προσθέτει ο Crispus, θα φέρουν αυτόν στη θέση που του ανήκει, που του κλάπηκε σαν θνητός αλλά θα του αποδοθεί σαν αθάνατος. 
 
Ο Avitus δέχεται να δώσει χρησμό στον Crispus. O Julii προσφέρει το ίδιο του το αίμα, λούζοντας απλόχερα τον epulon μέσα στο προφητικό άβατο, στην καρδιά του βράχου. Οι εικόνες πλημμυρίζουν τον Avitus, φτερουγίσματα μέσα στο σκοτάδι, λαμπερά μάτια να συνοδεύουν τον ήχο από τους ψίθυρους της πέτρας: το ρίσκο μεγάλο, και το τίμημα της επιτυχίας θα είναι βαρύ. 
 
Ο Crispus αποδέχεται τα λεγόμενα του Avitus με ικανοποίηση: ο στόχος του δεν είναι αδύνατος! Δεν υπάρχει κανένα τίμημα που δεν είναι διατεθειμένος να δώσει, αναφέρει. Τα μάτια του Avitus είναι λαμπερά, τα σκουριασμένα γρανάζια μπαίνουν σε δράση. Οι θεοί δεν μας εγκατέλειψαν! 
 
 

Αναχώρηση από τη Σαμοθράκη

Όσο ο Crispus συνομιλεί με τους υπόλοιπους βρικόλακες στο μελετητήριο, ο Avitus συγκαλεί τον Αίαντα και τον Illuminatus και τους ζητά να τον συνοδεύσουν άμεσα σε ένα ταξίδι. Θα δώσουν ραντεβού με τον Crispus σε έξι μήνες - στο μεταξύ θα περιδιαβούν το βορρά, προσπαθώντας να βρουν ανέγγιχτους, αγνούς συμμάχους, αμόλυντους από το μικρόβιο του Χριστιανισμού. Πριν φύγουν, ο Avitus βρίσκει την Flaviana, στην οποία εξηγεί τον στόχο του ταξιδιού. Μετά από δεκαπέντε χρόνια, ξανάρχεται η ελπίδα στο βράχο της Σαμοθράκης. Ο Αvitus νοιώθει ξανά τη σπίθα, και ορμάει να την ανάψει και να τη θεριέψει. 
 
Το επόμενο δειλινό, οι τρεις ανεβαίνουν σε ένα μικρό, γρήγορο καϊκι και βάζουν πλώρη για το βορρά. Πριν το χάραμα πιάνουν ακτή στο δέλτα του έβρου, και πιάνουν το ποτάμι προς τα πάνω, μακριά από τον πολιτισμό. 
 
 

Συνάντηση με τους Anunaku Gangrel

Πάνω στα περάσματα από τα βουνά της Ροδόπης, ο Αίαντας εντοπίζει τα ερείπια ενός ναού. Μια σπηλιά μισοκρυμμένη ήταν κάποτε χώρος λατρείας και θυσίας, αν και μοιάζει να έχει αφεθεί στα στοιχεία της φύσης. Ο Avitus το θεωρεί καλό οιωνό και ζητά κυνήγι για να κάνει μια θυσία. 
 
Ο Αίαντας παίρνει τα δάση, και οι θεοί του χαμογελάνε: ένα ελάφι και μια νεαρή αρκούδα πέφτουν στο δόρυ του. Ικανοποιημένος, τραβά το δρόμο της επιστροφής, όταν ακούει ήχους να το περιτριγυρίζουν - δεν είναι μόνος. Σύντομα, τρεις λύκοι εμφανίζονται μπροστά του, αλλά διστάζουν μπροστά στο beast του. Ο Αίαντας δεν κινείται επιθετικά όταν του λένε πως κυνηγά στην περιοχή τους, αντίθετα τους προσκαλεί στο ναό για να τους εξηγήσει το λόγο που βρίσκεται εκεί. Οι gangrel διστακτικά δέχονται την πρόσκληση. 
 
Όταν επιστρέφουν στο ναό, οι Gangrel αποκαλύπτονται επτά στον αριθμό. Ο Avitus οργανώνει μια δυνατή τελετή, καλώντας τον πλούτωνα και δίνοντας τιμές στα τοπικά στοιχειά του δάσους, ενώ καταράσσεται το μίασμα του εισβολέα σταυρωμένου. Η τελετή κορυφώνεται με την ένταση της παρουσίας του Illuminatus, και οι ganrel μένουν σαγηνευμένοι να κοιτούν με δέος. Ο Avitus τους μιλά για τους θεούς και τη δύναμή τους και τους υπόσχεται πως θα ξαναγυρίσει εάν αναστηλώσουν το ναό και δίνουν τις τιμές στους θεούς. 
 
 

Κήρυγμα προς το Βορρά

Οι βδομάδες περνούν, και η ομάδα πορεύεται μέσα στο χειμώνα σε ολοένα και πιο απόμακρα μέρη. Ο στόχος είναι να φτάσουν σε μέρη που δεν υπάρχουν εκκλησίες και σταυροί στα χωριά, που οι άνθρωποι να μη γνωρίζουν την ύπαρξη αυτής της βεβηλοσύνης. Οδηγούμενοι από τα άστρα στον ουρανό, περνούν χιονισμένα περάσματα και κλειστά μονοπάτια, συνεχίζοντας με πείσμα στο σκοπό τους. 
 
 
Πάνω σε ένα απόκρημνο μονοπάτι, ένας μαύρος καβαλάρης έρχεται να τους συναντήσει. Ο άρχοντας της νύχτας έμαθε για αυτούς και θέλει να τους συναντήσει. Οι βρικόλακες δέχονται, και ακολουθούν τον καβαλάρη σε ένα κοντινό φυλάκιο. Τους προσφέρονται υπηρέτες για γεύμα, καθαρά ρούχα και χώρος για ύπνο. Κοιμούνται, και όταν ανοίγουν τα μάτια τους βρίσκονται σε ένα άλλο δωμάτιο. 
 
Βγαίνοντας έξω, συναντούν τον άρχοντα της κοιλάδας πέρα από το δάσος, έναν αφύσικα πλασμένο άντρα με αρχοντικό βλέμμα. Συστήνεται ως άρχοντας των Koldun, και τους ρωτά γιατί είσβάλλουν στην περιοχή του. Οι τρεις του εξηγούν το λόγο του ταξιδιού τους - ετοιμάζουν μέτωπο ενάντια στη χριστιανική εισβολή, θέλουν να διατηρήσουν τις τοπικές θρησκείες και τους προαιώνιους θεούς. Ζητούν την σύμπραξη του Koldun, ο οποίος τους κοιτά με συγκρατημένη αισιοδοξία. Ζητά μια απόδειξη πως οι θεοί τους είναι κοινοί με τους θεούς του, και ο Avitus δέχεται να κάνει μια σπονδή. 
 
Κατεβαίνει στο βάθος του βράχου, και εκεί λούζεται με το ίδιο του το αίμα, ώσπου παίρνει εικόνες από τη ζωντανή γη της τρανσυλβανίας και τον μαύρο ιστό που τη δένει. Όταν εξιστορεί τα οράματά του στον Koldun, αυτός δέχεται να σφαλίσει την συμφωνία. Σε μια περγαμηνή, συντάσσεται το σύμφωνο της Nox με τους Koldun, με την υπογραφή του Αίαντα, του Illuminatus, του Avitus και του μέγα Yorak, Voe-Koldun di Trans Sylvannas. Οι Koldun θα στείλουν έναν acolyte στη Σαμοθράκη να μάθει την τέχνη των Veneficia, και θα δεχτούν έναν ακόλουθο της Nox στην Τρανσυλβανία να του μάθουν τη μαγεία τους. 
 
Τις επόμενες μέρες, ο Yorak τους μιλά για την περιοχή του και τις φυλές της κοιλάδας, αγέρωχες και δυνατές αλλά χωρισμένες μεταξύ τους. Μαθαίνουν για τη ζωή στα βουνά και τις δύσκολες, μεγάλες νύχτες μέσα στα δάση. Παράλληλα, του μιλάνε για τη δική τους ιστορία και τις αναζητήσεις τους, ώσπου έρχεται η στιγμή της αναχώρησης. Ο ανθρώπινος παράγοντας που χρειάζεται ο Λεόντιος για να μεγαλουργήσει δεν έχει βρεθεί. Μόλις λιώσουν τα χιόνια, η ομάδα παίρνει ξανά τους δρόμους, ακολουθώντας τον Avitus και τα σημάδια στους ουρανούς.