(Από τα Res Gestae Julii Senis, του Horatius Calvus, Propinquus, I.3)
Ο νεαρός Aulus Julius ήταν το πρώτο τέκνο που επέλεξε ο Remus για να του χαρίσει την αθανασία, την μακρινή εποχή μετά την αρπαγή των Σαββίνων γυναικών. Ο συνιδρυτής της αιώνιας πόλης είδε στον νεαρό ευγενή χαρακτηριστικά που τον έκαναν να πιστεύουν πως άξιζε το δώρο της αθανασίας: ήταν εύστροφος και διορατικός, γεμάτος πίκρα που κατά την αρπαγή δεν κατάφερε να ασφαλίσει μια γυναίκα για τον εαυτό του. Ο Remus του υποσχέθηκε την αθανασία και τον οδήγησε σε μια σπηλιά κάτω από τον Τάρπειο Βράχο, στον χώρο που οι Propinqui συναντούνται έως αυτή τη μέρα.
Όταν ο Julius σηκώθηκε σαν βρικόλακας και συνειδητοποίησε πως διαπέρασε τον θάνατο χωρίς να συνατήσει τον Orcus (Άδη/Πλούτωνα), θεώρησε πως εξαπατήθηκε. Ο Remus τον απείλησε πως αν αυτή ήταν η επιθυμία του, μπορούσε να σκάψει βαθειά για να βρει τη γή του κάτω κόσμου. Ο Julius δεν τον πίστεψε, αν και ο φόβος του για τον Remus ήταν βαθύς, κυρίως καθώς ο δεύτερος είχε υποδηλώσει πως και αυτός είχε μεγαλύτερους αφέντες.
Ακολούθησαν και άλλα τέκνα της νύκτας, τόσο από τη γενιά του Remus όσο και του Julius. Σαν τα ποντίκια της Εκάτης, οι propinqui έσκαψαν το σπίτι τους κάτω από την πόλη που επεκτεινόταν στην επιφάνεια.
(Από τα Res Gestae Julii Senis, του Horatius Calvus, Propinquus, I.26)
Το εκατοστό έτος από την είσοδο του Remus στην νύκτα, ο Aulus Julius πήρε την απόφαση να ελευθερωθεί από τον διπλό ζυγό των σκοτεινών αφέντων, των Strix, και του Blood Clan που δεν πρέπει να κατονομάζεται, οι οποίοι εκτελούσαν πιστά τη θέληση των Strix. Οι σκοτεινοί αφέντες επισκέπτονταν τους kindred, ζητούντας αιματηρό και δυσβάσταχτο φόρο τιμής σε αίμα.
Ο Julius συγκάλεσε τους kindred και τους είπε πως οι αφέντες ζητούσαν περισσότερα - πλεον το αίμα δεν ήταν αρκετό, ήθελαν και θνητούς γόνους από τις οικογένειές τους. Όσοι θα παρδίδονταν στα Strix θα κυριεύονταν για να χρησιμοποιηθούνξ σε ανίερες τελετές και φαυλότητες.
(Από τα Annales Celati Propinquorum, τou Cornelianus Alba, Propinquus, II.1)
Οι kindred συλλογίστηκαν την πρόταση του Julius στις κατακόμβες της Νεκρόπολης. Ο Aulus Julius επέμενε πως όταν το βάρος είναι τόσο δυσβάσταχτο, μπορεί να σπάσει η υπόσχεση που έκανε ο πατέρας τους στους σκοτεινο΄πυς του αφέντες. Οι propinqui του γένους Julii τάχτηκαν μαζί του. Οι γηραιότεροι αντιπρόσωποι του Clan που δεν πρέπει να ονομάζεται επέμεναν πως η συμφωνία έπρεπε να τηρηθεί, όποιες και αν ήταν οι συνέπειες.
Ο Aulus Julius απάντησε εξοργισμένα. "Tο να δεχτούμε αυτή την προσβολή αρμόζει σε σκλάβους. Δεν είμαστε Ρωμαίοι; Δεν είμαστε kindred? Και ποιοί είναι αυτοί που έχουν τέτοιες απαιτήσεις; Ποιοί είστε εσείς που τόσο εύκολα σκύβετε το κεφάλι μπροστά τους;"
Ο Julius κατηγόρησε τους Ακατονόμαστους πως είχαν ευνοϊκή μεταχείριση από τα Strix με αντάλλαγμα την υποταγή τους. Τους εξήρε κατηγορίες για μαύρη μαγεία, και έστειλε τους εξοργισμένους Propinqui επάνω τους. Με μια κραυγή, το εξαγριωμένο ακροατήριο χίμησε πάνω στα αδέρφια τους, ζητώντας αίμα.
Από την Ιστορία της Camarilla, του Eutherius Secundus, Propinquus, I.62
Την νύχτα που η Ρώμη καιγόταν από την εξέγερση του Brutus ενάντια στον τελευταίο μονάρχη της Ρώμης, ο Julius έφερε μαζί με τους στενότερους του συνεργάτες τη φωτιά στα havens του clan από τους προδότες. Ένας μετά τον άλλο, παρέδωσαν όλο το γένος τους στις φλόγες. Κάποιοι προσπάθησαν να διαφύγουν στα έγκατα της γής μέσα στο Fons Ater, το οποίο ο Julius σφράγισε για πάντα με βαρύτατες κατάρες. Μέχρι το τέλος της βραδιάς, δεν είχε μείνει όύτε ένας από τους προδότες. Οι στάχτες τους σκορπίστηκαν από τον Τάρπειο Βράχο λίγο πριν το ξημέρωμα, και κατάρες ειπώθηκαν για όσους θα ήθελαν στο μέλλον να συνεργαστούν με τα Strix.
To όνομα του clan που συνεργάστηκε με τα Strix σβήστηκε από τα βιβλία της ιστορίας, με το να αναφερθεί το όνομά τους να επισείει την ποινή του final death. Με τον καιρό, οι Kindred που γνώριζαν το όνομα έπεσαν σε torpor, βρήκαν το θάνατό τους ή ξέχασαν το όνομα μέσα στην ομίχλη της αιωνιότητας. Όσο γνωρίζουμε σήμερα, κανένας ζωντανός ή νεκρός δεν γνωρίζει πώς τους αποκαλούσαν. Αν χρειαστεί να αναφερθεί κανείς σε αυτούς, χρησιμοποιείται ο όρος Traditores, καθώς πρόδωσαν τόσο τους νεκρούς όσο και τους ζωντανούς.
(Από τα Res Gestae Julii Senis, του Horatius Calvus, Propinquus, III.2)
O Aulus Julius, παρά το νεαρό της εμφάνισής του, δέχτηκε το όνομα Senex που του αποδόθηκε από τους Propinqui σαν αναγνώριση της γηραιότητας και της σοφίας του. Ο Senex ίδρυσε μια δική του Σύγκλητο στην πρώτη εκείνη σπηλιά κάτω από τον Τάρπειο βράχο και την ονόμασε Camarilla. Ήταν, όπως είπε ο ίδιος, ένας μικρός θάλαμος να συμπληρώσει τον μέγα θάλαμο της Συγκλήτου στην επιφάνεια.
Αν και δεν κράτησε κάποιο ρόλο για τον εαυτό του, ο Julius Senex είχε περήφανη θέση μέσα στον Μικρό Θάλαμο - δέος σε όποιον νομοθέτη τολμούσε να προτείνει κάποιον νόμο χωρίς την συγκατάθεσή του! Με τον καιρό, ο Γέροντας και η Ala Senecta έγιναν για τους νεκρούς ο ίδιος κόσμος. Μέχρι σήμερα, το Συμβούλιο που διοικεί στη θέση του Senex φέρει το όνομά του.
Από την Acta Dite Pato Obiecti
Τριακόσια χρόνια πέρασαν από τον ημιτελή του θάνατο ώσπου ο Aulus Julius Senex έπεσε σε torpor. Οι propinqui, που ακόμη αναφέρονται στους νομοθέτες τους με το όνομά του, μερικές φορές ψιθυρίζουν πως υπάρχει ένα μοναχικό columbarium στα βάθη της Νεκρόπολης όπου κείτεται και από όπου μια μέρα ίσως να σηκωθεί. Ίσως κάποιοι από τους γηραιότερους της Camarilla να γνωρίζουν και την τοποθεσία του. Κανείς δεν έχει μιλήσει για αυτό το ζήτημα εδώ και αιώνες. Επτά αιώνες μετά την εξαφάνισή του, η Camarilla συνεχίζει δυνατή στις βάσεις που έθεσε ο Aulus Julius Senex, και σύμφωνα με την προφητεία του Rex Sancrorum Maxentian, δεν έχει τίποτα να φοβηθεί για την επόμενη χιλιετία.