O Marcus Aurelius στην θνητή του ζωή κατάφερε να ηγηθεί μιας δυνατής ρωμαϊκής οικογένειας, δίνοντας στα έξι παιδιά του ένα πλούσιο μέλλον και περισσές ευκολίες. Ένας πατροπαράδοτος, πουριτανός πάτερ φαμίλιας, ο Aurelius με απόλυτη επιβολή κατάφερε να εκπληρώσει τα όνειρά του σύμφωνα με τις αξίες της Ρώμης.
Ο Avitus είδε στον Aurelius και τον οίκο του ενα χρήσιμο πιόνι, και πλησίασε τον ευγενή, τρυπώνοντας μέσα στο μυαλό και τους φόβους του, παίζοντας με τις αδυναμίες, τα πάθη και τα άγχη του θνητού, τυλίγοντάς τον σε σκοτεινά μυστικά και δελεαστικές υποσχέσεις αθανασίας ως ανταμοιβή. Στην αρχή προσπάθησε να αντισταθεί, δεν ήταν συνηθισμένος να είναι στη λάθος μεριά από τις χορδές της μαριονέτας. O Avitus τον τάισε από το αίμα του, τον έπλασε με τις φοβίες του nightmare και την πειθώ του epulon, και σύντομα τον έχτισε έναν πιστό σύντροφο και αφοσιωμένο συνεργάτη.
Όταν ήρθε η ώρα της εξορίας από τη Ρώμη, ο Avitus αποφάσισε πως ήρθε η ώρα να δώσει στον Aurelius το πρώτο κομμάτι της ανταμοιβής του. Η αθανασία θα ήταν δική του, και μαζί ο ρόλος του τοποτηρητή στο chantry που θα χτιζόταν στη Σαμοθράκη. Το embrace έγινε μέσα στην Porta Noctis, η τελευταία συμβολική εμφάνιση του Avitus στο προαύλιο της Νεκρόπολης. O Aurelius και όλη η θνητή οικογένεια μετακομίζουν στο νησί για να αφεντέψουν τους θνητούς και να προστατέψουν τους απέθαντους.