Χρονολογία:
400μΧ / 1 νέου ημερολογίου
Μεθυσμένοι από την δύναμη του αίματος του Julius, οι ήρωες αφήνουν πίσω τις κατακόμβες και κατευθύνονται προς την Camarilla. Ό,τι έχει απομείνει από την παλιά ηγεσία έχει μαζευτεί εκεί, ζητώντας καταφύγιο από την σφαγή και την καταστροφή που καταβρόχθισαν την Ρώμη και την Νεκρόπολη. Τα τελευταία ψήγματα της οργανωμένης Legio Mortuum όπως και οι τελευταίοι συγκλητικοί και magistrates προσπαθούν μέσα στην απελπισία τους να βρουν τρόπο να σωθούν.
Πρώτος μπαίνει ο Avitus στην αίθουσα, φορώντας την κόκκινη φορεσιά του Inner Circle της Nox. Τα χαρακτηριστικά του είναι ακόμη τρομακτικά - η σκελετωμένη εμφάνισή του, αποτέλεσμα της πλοήγησης της βαρκούλας του Χάροντα στη Στύγα, δεν έχει βελτιωθεί στο ελάχιστο Μερικοί από τους παρευρισκόμενους, οι παλαιότεροι και παρατηρητικότεροι, αναγνωρίζουν στην τρομακτική μορφή τον τελευταίο epulon του Aventine, από την εποχή που το Cult of Augurs είχε ακόμη την νομιμότητά του. Πίσω του ακολουθεί ο κατάμαυρος Illuminatus, μετά μπαίνει ο Gracchus με την Περσεφόνη, και στη συνέχεια ακολουθούν ο Φόβος, ο Δείμος, ο Vitruvius - η Victrix επιλέγει τις σκιές, πηγαίνοντας να ενσωματωθεί στο πλήθος μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Μια νεκρική σιωπή, αποτέλεσμα τρόμου και έκπληξης, καλύπτει την αίθουσα.
“Κάποιοι θυμούνται τα λόγια μου, την φοβερή μου προφητεία πριν έξι δεκαετίες! Η Ρώμη παρέβηκε τους κανόνες των θεών, έζησε μέσα στην ύβρη και την ανηθικότητα, αμελώντας τις ευθύνες της. Οι Θεοί δεν ξεχνούν, και κανένας εγκληματίας δεν ξεφεύγει από τη μοίρα που τον περιμένει! Σήμερα ήρθε η Μέρα της Κρίσης για τη Ρώμη.” Ο Avitus σταματάει να μιλάει ακούγοντας θόρυβο από την κεντρική πόρτα της αίθουσας, η οποία ανοίγει αποκαλύπτοντας και νέους καλεσμένους.
Κρατώντας από το λαιμό τον αλυσοδεμένο Επίσκοπο Philemon, ο σιδερόφραχτος Crispus, ακολουθούμενος από μερικούς Moroi πολεμιστές, μπαίνει στην Camarilla και αφήνει τον αιχμάλωτο στα πόδια του Avitus. Από πίσω του, δυο ντουζίνες κουκουβάγιες πετάνε μέσα στην αίθουσα και κάθονται περιμετρικά στα πέτρινα γλυπτά που κοσμούν τον θόλο της αίθουσας.
“All hail the Regina Sancrorum!” φωνάζει ένας τελάλης όταν εισέρχεται πίσω από την κομπανία των πολεμιστών η Flaviana Galla. Στο πλάι της ο Λυσίμαχος βουτηγμένος στο βαμπιρικό αίμα, και μαζί του μια ακόμη σειρά αιματοβαμμένων ελίτ γότθων πολεμιστών.
“Όλα έγιναν στην εντέλεια Σεβασμιότατε. Η Μαύρη Επισκοπή παραδόθηκε στις φλόγες του Ήφαιστου και στο σπαθί του Άρη!” Ο αλυσοδεμένος, αιμόφυρτος Philemon σηκώνει το βλέμα του αψηφώντας τις συνθήκες: “Αμαρτωλοί και βλάσφημοι, πως τολμάτε να μεταχειρίζεστε έτσι τον ποιμένα της Lancea et Sanctum! Ο άγιος Longinus...”
O Avitus τον διακόπτει. “Τα ψέματα και τα δηλητηριασμένα λόγια του ξενόφερτου θεού θα πάψουν από σήμερα στην Νεκρόπολη! Οι νόμοι της Ρώμης είναι παλαιότεροι του δικού σου θεού, Philemon. Σήμερα επιστρέφουν με τιμές στο σπίτι τους. Caius Flavius Julius Crispus, Germanicus Maximus, son of Constantine the First, childe of Julius Aprilius, λάβε την τιμή που σου αποδίδω και ως Protector Primus of the Necropolis, ξερίζωσε το κακό από την Αιώνια Πόλη!”
Παρά το πλήθος των παρευρισκόμενων, δεν ακούγεται το παραμικρό στην αίθουσα πέρα από τον ήχο του κοντού ασημένιου σπαθιού με την ξύλινη μύτη που ξεθηκαρώνει. Ο Crispus με μια καλά εκπαιδευμένη κίνηση τοποθετεί την άκρη του σπαθιού στον αριστερό ώμο του Philemon, και κάθετα το βυθίζει προς την καρδιά. Μία κραυγή βγαίνει από το στόμα του Επίσκοπου η οποία μένει μετέωρη πριν ολοκληρωθεί. Ο Crispus σκίζει τον αέρα με το δεύτερο σπαθί του, κόβοντας το κεφάλι του επισκόπου καθαρά. Αφήνει το πτώμα να πέσει στο πάτωμα, τα μάρμαρα βάφονται στο αίμα.
Οι παρευρισκόμενοι της Νοχ χειροκροτούν θερμά, και δειλά-δειλά, οι υπόλοιποι παρευρισκόμενοι, κοιτώντας διστακτικά προς το νοσηρό θέαμα, ακολουθούν. Ο Crispus κλείνει τα μάτια και γεύεται την στιγμή: ήρθε η νύχτα που τόσα χρόνια περίμενε, η θέση και η δόξα που του κλάπηκε είναι πλεον στα χέρια του. Χωρίς να γνωρίζει την τρομακτική συμμαχία του υψηλού κλιμακίου της Nox με τα Strix, δεν έχει τίποτα να φοβάται, γεύεται την ευτυχία, την δόξα που κέρδισε με το σπαθί του.
Όταν το χειροκρότημα καταλαγιάζει, ο Avitus ξαναπαίρνει το λόγο. “Η Ρώμη χτίστηκε σε σαθρές βάσεις και σήμερα την καίνε οι θεοί για να την εξαγνίσουν. Η Ρώμη της ύβρης πεθαίνει σήμερα, αυτή που θα ξυπνήσει αύριο θα είναι μια Ρώμη πιστή στην ηθική των Θεών. Καλώ τον Antonius Gracchus, First of his Line, να εξιστορήσει την πραγματική ιστορία της Ρώμης, ώστε να γίνει κατανοητό ότι θα συμβεί στη συνέχεια.”
“Πριν χίλια εκατό χρόνια, ο Ρώμυλος και ο Ρέμος επέλεξαν να κτίσουν την πόλη τους σε αυτούς τους λόφους, πάνω στις μικρές ετρούσκικες σπηλιές που κάποτε θα γινόταν η Νεκρόπολη”, ξεκινά ο Gracchus την αφήγηση των γεγονότων. Μιλά για τα Strix που έδωσαν στον Remus την αθανασία, για το embrace του Julius και των αδερφών του, για την εξέγερση του Julius και την προδοσία του ενάντια στα Strix και στα άλλα παιδιά του Remus. Μιλά για τους ανθρώπους που δόξασαν τους θεούς και κυρίευσαν τον κόσμο όσο η νεκρόπολη εξαπλωνόταν. Φτάνει στον ερχομό του χριστιανισμού και της Lancea et Sanctum από την ανατολή, την επικράτηση της ξενόφερτης θρησκείας με τον Κωνσταντίνο - το σπέρμα του οποίου, ο Crispus, σήμερα διορθώνει το λάθος του πατέρα του και επιστρέφει στον σωστό δρόμο των θεών. Συνεχίζει με την αποπομπή του Cult of Augurs και την επικράτηση του χριστιανισμού που προκάλεσε την μήνι των θεών και την απελευθέρωση των αδερφών του Julius, που αυτός αποκαλούσε Traditores. Η ύβρις του Julius, να σκοτώσει και να εξορίσει τα αδέρφια του και να σταματήσει τον φόρο τιμής σε αυτούς που του έδωσαν την αθανασία έφτασε στο τέλος της με την επίθεση στη Ρώμη και την εκτέλεση του Aulus Julius Senex.
Η ιστορία έρχεται στο παρόν, και με την ίδια άνεση ο Gracchus μιλά για το μέλλον σαν να ήταν παρελθόν, εξιστορώντας τις επόμενες στιγμές την ώρα που συμβαίνουν. Μιλά για την ώρα που το γένος του Julius λήγει, που οι κουκουβάγιες πήραν τον έλεγχο της αίθουσας και αφάνισαν τα τελευταία ψήγματα των Julii.
Ταυτόχρονα, οι κουκουβάγιες μπαίνουν μέσα στα σώματα των βρικολάκων της αίθουσας, επιτιθέμενα στους λιγοστούς εναπομείναντες Julii, αλλάζοντας κάθε τόσο σώμα σαν να διασκεδάζουν την διαδικασία. Όταν οι άλλοι έχουν υποκύψει, ορμούν και στον σαστισμένο Crispus, ο οποίος έχει κοκκαλώσει βλέποντας το βασίλειο που ονειρεύτηκε να γκρεμίζεται από τα πρώτα κιόλας λεπτά. Τα τελευταία λόγια του καλύπτονται από το φτερούγισμα της επίθεσης όλων των Strix πάνω του, αλλά μένουν στην ιστορία από το στόμα του Gracchus που συνεχίζει με αμείωτο πάθος την εξιστόρηση. “Melius Meretus (αξίζω περισσότερα), ήταν τα λόγια του τελευταίου που έφερε το όνομα των Julii. Ότι απέμεινε από το πρώτο αίμα του Julius ήταν πια με τον Antonius Gracchus, που απαρνήθηκε το αίμα της ατιμίας και του δόθηκε από τους σκοτεινούς αφέντες η τιμή να επιστρέψει στον σωστό δρόμο και να δείξει ένα λαμπρό μέλλον σε νέες βάσεις. Και η αίθουσα της Camarilla έπεσε σε απόλυτη ησυχία, το όνομα Camarilla μάλιστα έκτοτε έμεινε στην ιστορία μόνο ως φυσικός χώρος και όχι ως η οργάνωση που άκμασε και παράκμασε στους έντεκα αιώνες της πόλης” Ακριβώς όπως βγήκαν από τα χείλη του - η αίθουσα σωπά.
Η Flaviana κάνει μερικά βήματα προς το κέντρο όπου στέκεται ο Avitus. “Η Ρώμη έπεσε, η Ρώμη γεννιέται. Avitus, Imperator Nox, η πόλη σε χαιρετά!” H Flaviana γονατίζει στο πάτωμα, δίπλα της άφθονο αίμα των τελευταίων Julii και του τελευταίου επισκόπου της Ρώμης, πάνω στο θόλο οι κουκουβάγιες να πετούν κυκλικά. Ένας μετά τον άλλον, όλοι οι παρευρισκόμενοι μέσα στο δέος υποκλίνονται. Λίγα μέτρα παραπάνω, στην Σύγκλητο των ανθρώπων, αντίστοιχες σκηνές εξελίσσονται όσο ο Λεόντιος παίρνει την εξουσία και ξεκινά την δυναστεία των Λεοντίδων.
Η Camarilla έπεσε, η Ρώμη τυλίχτηκε στις φλόγες. Μια νέα Ρώμη γεννιέται.