Έχοντας κατεβεί πλεον αρκετά, ο Vitruvius σταματά. “Φτάσαμε”, λέει δείχνοντας μια στρόγγυλη μεταλλική σκαλιστή πόρτα. “Ιδού, το κοιμητήριο του προπάτορα.” Πράγματι, τα σκαλίσματα στην πόρτα δεν αφήνουν αμφιβολία: η λύκαινα της Ρώμης είναι παρούσα στο κέντρο, μέσα σε ένα μεγάλο τρίγωνο περιστοιχισμένο από κρανία, και τριγύρω η επιγραφή “OSTIUM CUBICULI AULΙS JULIΙS SENECTIS”. O Vitruvius κοιτά τους υπόλοιπους. “Εδώ σταματάει η γνώση μου. Δεν γνωρίζω τι μας περιμένει παραπέρα.”
Οι τρείς Vaticinators πλησιάζουν για να εξετάσουν την πόρτα. Τα σκαλιστά είναι φτιαγμένα με μια τεχνοτροπία θρησκευτικού χαρακτήρα, με τεχνοτροπίες που θυμίζουν την παράδοση των veneficia. Η Περσεφόνη κάνει μια δέηση στον Ιανό, σχίζοντας την παλάμη της και ραντίζοντας με αίμα τα σχήματα στο κέντρο της στρόγγυλης πύλης. Μεμιάς, ένας μεταλλικός ήχος ακούγεται από βαθειά, και η πύλη ανοίγει μια σπιθαμή. Ο Φόβος την σπρώχνει ελαφρά, αποκαλύπτοντας έναν πλατύ διάδρομο που συνεχίζει στα ενδότερα. Τα μαύρα μάτια του Illuminatus σπινθηροβολούν.
Ακριβώς πέρα από την μεταλλική πύλη, η Περσεφόνη αντιλαμβάνεται μια οπτασία - μια ίδια πύλη με την πρώτη, αιθέρια - ίσα-ίσα αντιληπτή δεσπόζει από πίσω. Η ιέρεια περνά το χέρι της μέσα από την αιθέρια πύλη χωρίς να συναντήσει αντίσταση. “Άραγε αυτή η πύλη φτιάχτηκε για να κρατά κάτι έξω, ή μέσα;” αναρωτιέται η ιέρεια, όσο η ομάδα προχωρά προς τα ενδότερα.
Ο πρώτος θαλαμίσκος προσφέρει ήδη την πρώτη έκπληξη. Πάνω στον τοίχο είναι γραμμένες ημερομηνίες, δίπλα σε κάποιες από τις οποίες υπάρχουν και σύντομες ιστορικές αναφορές. Οι χρόνοι είναι γραμμένοι στο παλιό ημερολόγιο, ξεκινώντας περίπου επτά αιώνες πριν με μια περιοδικότητα δεκαετίας. Η τελευταία ημερομηνία είναι πριν από επτά χρόνια. “Οργανωμένος ο αρχαίος”, χασκογελά ο Φόβος, “άφησε κάποιον να τον φροντίζει. Αυτός είναι τρόπος να περνάς την αιωνιότητα!” Οι βρικόλακες αφουγκράζονται προσεκτικά, αλλά μέσα στο μαυσωλείο δεν ακούγεται το παραμικρό.
Chamber of the Eyes
Κάποιες δεκάδες μέτρα στη συνέχεια, ο διάδρομος ανοίγει σε έναν μακρύ θάλαμο. Δυο σειρές τετράγωνες κολώνες διαπερνούν την αίθουσα και ορίζουν μικρές κόγχες στα τοιχώματα, όπου βρίσκονται σειρές από μαρμάρινους σκαλιστούς τάφους. Πάνω στους τάφους είναι ριγμένα πτώματα από δεκάδες ανθρώπους, τα οποία μοιάζουν να έχουν μόλις σκοτωθεί, χωρίς κανένα σημάδι σήψης. Η πρώτη εξέταση δείχνει πως πρόκειται για θνητούς, η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων έχει εκτελεστεί με τον παραδοσιακό ρωμαϊκό τρόπο θανάτωσης με το μαχαίρι να μπαίνει από την βάση του λαιμού στην καρδιά.
Εξερευνώντας καλύτερα την αίθουσα, οι ήρωες διαπιστώνουν πως ο χώρος αυτός είναι ένας χώρος ατίμωσης. Οι μαρμάρινοι σκαλιστοί τάφοι αναπαριστούν το πώς ο κάθε εκτελεσμένος έβλαψε τον Julius, ο οποίος τους σκότωσε και τους αρνήθηκε τις τιμές που αρμόζουν στους νεκρούς. Κάθε ένας από τους σκοτωμένους φέρει επίσης το σημάδι από ένα ανοιχτό μάτι - άλλοι στα ρούχα που φέρουν, μερικοί σε μορφή τατουάζ, άλλοι το έχουν χαραγμένο στο δέρμα με την πληγή ακόμη φρέσκια. Αιώνες τώρα, τα πτώματα βρίσκονται μετέωρα, χωρίς να τους επιτρέπεται να βρεθούν με τον Orcus πέρα από τα νερά του Αχέροντα. Ο Julius δεν ήταν επιεικής στην τιμωρία του.
Δίδυμοι
Η επόμενη αίθουσα ανοίγει σε ένα πλατύ μπαλκόνι που εκτείνεται μερικές δεκάδες μέτρα εκατέρωθεν του τούνελ, όσο κάτω περνά ένα υπόγειο σκοτεινό ποτάμι. Τα νερά παφλάζουν με έναν συνεχή υγρό βόμβο και χάνονται σε ένα βαθύ πηγάδι. Όλη η επιφάνεια της πέτρας στα δυο μπαλκόνια είναι καλυμμένη με μια λεπτή λευκή άμμο.
Η Victrix μεταμορφώνεται σε κουκουβάγια και κατεβαίνει να επεξεργαστεί το σκοτεινό ποτάμι. Πλησιάζοντας την επιφάνεια, διακρίνει μια καταχνιά να κάθεται πάνω από την επιφάνεια, μέσα στην οποία σαν να μισοφαίνονται αφηρημένες φιγούρες σε μια μόνιμη κίνηση. Μέσα από τον μονότονο ήχο του νερού ακούγονται φευγαλέα κάποιοι ψίθυροι, που όμως η μονομάχος αδυνατεί να κατανοήσει. Παρατηρώντας τον χώρο, η Victrix διακρίνει μια βαρκούλα δεμένη πάνω στην όψη του ενός μπαλκονιού, μισοκρυμμένη μέσα στο σκοτάδι. Η Victrix μεταμορφώνεται πίσω στην ανθρώπινη μορφή της και καλεί τους υπόλοιπους να πλησιάσουν.
Με το που διαταράσσεται η άμμος, σχηματίζονται κάποιες φιγούρες στην αντίπερα μεριά του μπαλκονιού. Λευκές όπως η άμμος που τις απαρτίζει, οι φιγούρες παίρνουν την μορφή των ηρώων - κάθε ένας βρίσκεται αντιμέτωπος με το είδωλό του! Οι διαθέσεις των πλασμάτων είναι σαφέστατα εχθρικές, ορμούν στους ήρωες με οργή. Ξεσπάει μια άγρια μάχη, που φέρνει δις τον Avitus στα πρόθυρα του torpor και χαρίζει βαρειά τραύματα στον Φόβο και τον Δείμο. Οι ήρωες καταλήγουν νικητές όταν ανακαλύπτουν το αποτέλεσμα της φωτιάς πάνω στα ομοιώματα. Ανασυντάσσονται με απώλειες, αποφασισμένοι όμως να συνεχίσουν προς τον στόχο τους, και σκαρφαλώνουν τον τοίχο για να φτάσουν στην βαρκούλα.
The Ferryman
Η Victrix ήταν η πρώτη που ακούμπησε το κουπί της βάρκας, ήδη κατά τη διάρκεια της προηγούμενης μάχης, και είδε τα χέρια της να αλλάζουν, απολώντας τη σάρκα και αφήνοντας μόνο τα κόκκαλα στη θέση τους. Κατάφερε να τραβηχτεί με πολύ κόπο και αφόρητο πόνο, αλλά κανείς δεν τολμά να ακουμπήσει ξανά του κουπί πριν βεβαιωθούν τι τρέχει.
Η διορατική ματιά της Περσεφόνης, ικανή να αντιληφθεί πράγματα πέρα από τον φυσικό κόσμο, ξαφνικά αντιλαμβάνεται την κατάσταση. Διακρίνει αχνά την αιθέρια, σκοτεινή φιγούρα του Χάροντα να κρατά το κουπί, αόρατος για τους περισσότερους, περιμένοντας υπομονετικά πάνω στα παγωμένα νερά της Στύγας. Η Περσεφόνη ζητά από τον βαρκάρη να τους οδηγήσει παραπέρα, και αυτός γνέφει προς το κουπί.
Τα χέρια της Victrix σακατεύτηκαν βαρειά μέσα στις λίγες στιγμές που ακούμπησαν το κουπί - όλοι κοιτιούνται μεταξύ τους αμήχανα, συνειδητοποιώντας πως το τίμημα για όποιον πάρει τον ρόλο θα είναι μεγάλο. Τελικά, ο Avitus είναι αυτός που κάνει το βήμα: γραπώνει το ξύλινο εργαλείο, και ξεκινά να σπρώχνει την βάρκα πάνω στα μαύρα νερά, μέσα από το ψηλοτάβανο κανάλι προς τα πέρα μέρη. Η Περσεφόνη κάθε φορά που κοιτά στην πρύμνη βλέπει τον Χάροντα στη θέση του Avitus να κινεί το σκάφος βαθύτερα στο άβατο...
Μετά από ένα μακρύ ταξίδι, διαφαίνεται ένα άνοιγμα στην αριστερή μεριά του καναλιού. Τα νερά εισέρχονται σε έναν κοίλο χώρο, όπου ο πέρα τοίχος είναι μια θηριώδης τοιχογραφία. Μια μικρή προβλήτα επιτρέπει την προσέγγιση, και η βάρκα προσαράζει ήσυχα. Ένας-ένας, οι ήρωες κατεβαίνουν από την βάρκα και κοιτούν τον Avitus.
Ο ιερέας σε όλο το ταξίδι αφέθηκε να οδηγηθεί από την παρουσία του χθόνιου θεού. Όταν όμως προσπαθεί να αποκολληθεί από το κουπί, βλέπει πως τα μέλη του δεν τον υπακούουν. Μαζεύει όλη τη δύναμη της θέλησής του - ο στόχος του, o Julius, είναι πια τόσο κοντά, δεν μπορεί να σταματήσει τώρα! Ο Χάροντας τον θέλει να συνεχίσει το ταξίδι προς τον πέρα κόσμο... Με φοβερό πείσμα, ο Avitus καταφέρνει να μαζέψει όλες του τις δυνάμεις, και με μια φοβερή κραυγή καταφέρνει να αποκολληθεί από το ξύλο και να πέσει στην προβλήτα. Όλο του το σώμα είναι παραμορφωμένο, σκελετιασμένο, με την σάρκα να ξεκολλάει. Τρεκλίζοντας, στηρίζεται στα πόδια του και σχολιάζει ανάμεσα σε βογκητά πόνου: “Μην χρονοτριβούμε. Συνεχίζουμε”
Hall of Memories
Οι ήρωες περιεργάζονται την αίθουσα. Η επιφάνεια, χωρισμένη σε πολλαπλές πλάκες συγκολλημένες σε μυστήριες γωνίες, αναπαριστά σε ένα μονοκόμματο, τερατώδες γλυπτό όλα τα μεγάλα κατορθώματα του Julius. Τα μοτίβα, μαξιμαλιστικά σε σημείο υπερβολής, παρουσιάζουν τον Julius σαν τον καλύτερο, τον ισχυρότερο και εξυπνότερο των Ρropinqui, μέγα στη δόξα και φοβερό στην εκδίκηση. Η περίοδος που εξιστορεί η τοιχογραφία καλύπτει από την γέννηση του Julius στο σκοτάδι, προχωρά σε μια εξωραϊσμένη εκδοχή της διαμάχης με τους Traditores (σχεδιασμένη όπως την ήθελε ο νικητής) και συνεχίζει στην θεμελίωση της νεκρόπολης και στην χρυσή της εποχή. Παντού διαφαίνεται ο Julius να μεγαλουργεί, κατατροπώνοντας όσους - ανθρώπους και αθάνατους - σταθήκαν εμπόδιο. Τα δυο μοτίβα που εντοπίστηκαν ήδη στο άβατο, το τρίγωνο και το μάτι, εμφανίζονται ξανά και ξανά στα
Στην κορυφή της τοιχογραφίας υπάρχει ένα δοχείο το οποίο συνδέεται με μικρά κανάλια που διαπερνούν όλη την επιφάνεια του τοίχου - το γλυπτό ζητά μια προσφορά, αναμφίβολα σε αίμα. Οι χαρακτήρες είναι ήδη αρκετά αποδυναμωμένοι και είναι ιδιαίτερα σκεπτικοί στο να προσφέρουν το αίμα τους στον Julius. Η Περσεφόνη καταθέτει μια ιδέα - εάν προσέφεραν ένα αίμα το οποίο να ήταν δηλητήριο; Τα μάτια πέφτουν πάνω στον Illuminatus, του οποίου το αίμα είναι καυστικό σαν οξύ μετά τα πολλαπλά diableries που επιτέλεσε πάνω στο γένος των Julii. Ο σκοτεινός βρικόλακας αποδέχεται, σκαρφαλώνει στην κορυφή και αρχίζει να ξερνά μαύρο, πηχτό αίμα στο δοχείο. Το υγρό κυλά πάνω στο γλυπτό, ποτίζοντάς το γενναιόδωρα.
Μια κραυγή ακούγεται από τα βάθη της πέτρας. Ένα δεύτερο πονεμένο σκίρτημα ακολουθεί, κάνοντας την αίθουσα να τρίζει. Με την τρίτη αγωνιώδη κραυγή, ένα κομμάτι της τοιχογραφίας ραγίζει και σπάει, αποκαλύπτοντας ένα πέρασμα στα ενδότερα.
The Guardians
Οι θάλαμοι που βρίσκονται στην συνέχεια είναι ιδιαίτερα μεγαλοπρεπείς, ακόμη και για το συγκεκριμένο μέρος. Μοιάζει σαν να έχει σχεδιαστεί για γίγαντες, για τιτάνες ή θεούς.
Ο τελευταίος μέγας θάλαμος κρατά φυλακισμένους τους τέσσερις Guardians, βρικόλακες (αν κρίνει κανείς από το θηριώδες beast που εκλύει η παρουσία τους) αλυσοδεμένους από το κέντρο του θαλάμου, να κινούνται σε μια αργή πορεία μέσα στον χώρο. Ένας από τους τέσσερις έχει καρφωμένο στο στήθος του ένα τεράστιο σπαθί, η άκρη του οποίου φτάνει έως το πάτωμα, έχοντας ήδη χαράξει εκατομμύρια μικρές γραμμές στην πέτρα τους αιώνες που φαίνεται να βρίσκεται στον συγκεκριμένο χώρο εκτελώντας την ίδια επαναλαμβανόμενη διαδρομή. Στον πέτρινο θόλο στο κέντρο του θαλάμου βρίσκεται το σύμβολο του ματιού μέσα στο τρίγωνο.
Ο Gracchus σκέφτεται - προσπαθεί να καταλάβει όλα όσα έχουν δει μέσα στο άβατο, τα σύμβολα, τις εικόνες της τοιχογραφίας, προσπαθώντας να κατανοήσει τι συμβαίνει. Τέλος, κάνει μια εικασία που δεν απέχει από την αλήθεια: Τα δυο σύμβολα, το μάτι και το τρίγωνο, είναι τα κομβικά σημεία της εκδικητικής μαγείας που κατείχε ο Julius. Το τρίγωνο αντικατοπτρίζει την φραγή, το τείχος, την σφαλισμένη πόρτα, την αδυναμία διαφυγής. Το μάτι του Julius είναι η υποταγή και το πάγωμα του χρόνου: τα πτώματα που δεν σήπτονται, οι βρικόλακες κολλημένοι στην ίδια κίνηση για αιώνες χωρίς ανάγκη για αίμα. Έτσι κι αλλιώς, βρίσκονται πάρα πολύ βαθειά ήδη, δίπλα στα νερά της Στύγας και τον Κάτω Κόσμο, οι δυνάμεις της ζωής και του θανάτου φαίνεται πως λειτουργούν αλλιώς.
Όσο για τους τέσσερις guardians, αυτούς τους αναγνωρίζει από την τοιχογραφία. Είναι παιδιά του Julius που του εναντιώθηκαν και προσπάθησαν να τον δολοφονήσουν. Αυτός τους κατατρόπωσε και τους καταράστηκε σε αιώνια υποταγή - όπως φαίνεται, είναι οι φρουροί της τελευταίας του κατοικίας, δεμένοι με την σιδερένια θέληση του προπάτορα σε αιώνια υποταγή. Καιρός να μπει ένα τέλος. Ένας ακόμη βαρύς βρυχηθμός ακούγεται από παραμέσα.
Το σχέδιο καταστρώνεται και ο Illuminatus βγαίνει μπροστά. “Ήρθε το τέλος σας, η λύτρωση και η τιμωρία. Σήμερα, ο Julius κατατροπώνεται.” Τα πλάσματα σαν να ξυπνούν από λήθαργο, στρέφονται προς τους ήρωες και ορμούν μανιασμένα. Στο μεταξύ, η Victrix μεταμορφωμένη σε κουκουβάγια πετά προς την πέτρινη σφραγίδα στην κορυφή και γίνεται ξανά άνθρωπος, γραπώνοντας με τα νύχια τις τις πέτρες. Σκαρφαλώνει στο κέντρο από τα σύμβολα, καλύπτοντας ένα μεγάλο κομμάτι από το χαρακτικό με το σώμα της.
Μόλις η Victrix παίρνει τη θέση της και κόβεται η επαφή του ματιού με τους τέσσερις guardians, αυτοί αρχίζουν να παγώνουν στιγμιαία στις κινήσεις τους. Το μάτι ανοίγει! Η Victrix νοιώθει την φλεγόμενη ματιά του Julius μέσα από την σκαλισμένη πέτρα, αλλά σφίγγει τα δόντια και κρατιέται. Η παρεμβολή της μονομάχου είναι καθοριστική, οι καταραμένοι βρικόλακες αδυνατούν να κινηθούν σαν μαριονέτες όσο το μάτι είναι καλυμμένο. Δίχως να χάσουν στιγμή, οι βρικόλακες της Nox κατατροπώνουν έναν-έναν τους Guardians και τους παραδίδουν στα δόντια του Illuminatus.
Όταν και ο τελευταίος είναι ακινητοποιημένος και ο Illuminatus του ρουφά την ψυχή, η Victrix αφήνεται και σκάει στο πάτωμα - όλη η μπροστινή της μεριά είναι τσουρουφλισμένη, αγκομαχεί λαχανιασμένη από την προσπάθεια. Το μάτι είναι ξανά κλειστό, ο χώρος ήσυχος. Οι διπλές σκάλες στην πέρα μεριά οδηγούν επιτέλους στον προπάτορα.
Aulus Julius Senex
Μέσα σε μια αίθουσα φαραωνικών διαστάσεων, σε έναν βωμό από γρανίτη συνδεδεμένο με δεκάδες σκαλιστά κανάλια στο ταβάνι, κείτεται η νεαρή φιγούρα του αρχαιότερου των Julii. Ο Aulus Julius Senex είναι περιλουσμένος από το μαύρο, πηχτό αίμα του Illuminatus που του πρόσφερε στην τοιχογραφία. Ο πανάρχαιος προσπαθεί να καταπιεί άλλη μια γουλιά αλλά αμέσως φτύνει το αίμα και αγκομαχά, κάνοντας τις πέτρες να τρίζουν. Είναι παγιδευμένος, ανήμπορος.
Ο Illuminatus πλησιάζει τον Avitus και του δίνει το τελετουργικό μαχαίρι. “Ήρθε η ώρα μου. Άνοιξέ με, να έρθουν και τα αδέρφια μου.” Ο ιερέας λαμβάνει το μαχαίρι και κάνει μια τομή από το λαιμό έως την κοιλιά, αφήνοντας το πηχτό αίμα να βγει γοργά. Μια λίμνη μαυρίλας σχηματίζεται, μέσα από την οποία αρχίζουν και σηκώνονται έξι ακόμη μορφές. Τα αδέρφια του Illuminatus, οι ονομαζόμενοι Traditores, βρίσκονται μετά από χίλια και κάτι χρόνια αντιμέτωποι με τη νέμεσή τους.
Ο Gracchus αρχίζει να απαγγέλει όλη την ιστορία του Julius από την αρχή, επισημαίνοντας φωναχτά τα σημεία που ο Julius προσπάθησε να αποκρύψει. Μιλά για την αδερφοκτονία του Julius, για την φυλακή των Traditores στα Τάρταρα και την απεχθή απομόνωσή τους, συνεχίζει στο πέρασμα του Illuminatus από το Fons Ater και την μετατροπή του σε έναν εκ των επτά. Μιλά για την παρακμή της Ρώμης, την διείσδυση του ιουδαίου θεού και την κατάρα του Avitus. Φτάνει ως το σήμερα, τον σεισμό της Ρώμης και την απελευθέρωση των Traditores, την πολιορκία των Γότθων και την είσοδο της Nox στο άβατο του Julius, και συνεχίζει να απαγγέλει τα επόμενα γεγονότα την ώρα που συμβαίνουν.
“Και όταν ο γηραιός, ανήμπορος να αντιδράσει, άκουσε την εξιστόρηση των εγκλημάτων του και της ύβρης που είχε διαπράξει, οι επτά σκοτεινοί αδερφοί τον πλησίασαν, αγακαλιάζοντάς τον στο τελευταίο σκοτάδι. Ο Aulus Julius, γνωστός και ως Senex, άφησε την τελευταία του πνοή ταπεινωμένος, σφαγιασμένος από τα αδέρφια του που αποκύρηξε μια χιλιετία πριν, αναλογιζόμενος μια σοφία που είχε ξεχάσει: η αδικία πληρώνεται, οι Θεοί δεν ξεχνούν. Η Μήνις έρχεται με συνέπεια και ούτε καν η αθανασία του είδους μας, δώρο των μαύρων αφέντων, δεν είναι ικανή να την ξεγελάσει. Το σκοτάδι απλώθηκε στην αίθουσα, περιτριγυρίζοντας την μακάβρια τελετή με το πέπλο του τέλους.”
-- αντίγραφο του ΧΙΙ αιώνα του κεφ. 166 των Gracchean Chronicles, συλλογή του Icarus Mandalori
“Όταν καταλάγιασε το σκοτάδι είδα τον κατασκότεινο Illuminatus να μας καλεί να λάβουμε από το αίμα του φονεμένου Senex. Όλα αυτά ήταν πολύ πριν τις μέρες του Imperator και το Έτος της Φλόγας, κανείς μας δεν γνώριζε τι πραγματικά ήταν ο Illuminatus και το στίγμα που κουβαλούσε το αίμα που μας πότισε. Το σοκ από την ωμή δύναμη του αίματος μας συγκλόνισε, λιωμένο μέταλλο να γεμίζει το στομάχι, να απλώνεται στους μύες και να ηλεκτρίζει το μυαλό.
Δεν θυμάμαι να βγαίνω από το Άβατο του Julius - τότε απέδωσα αυτή την προσωρινή αμνησία στην μέθη της νεοαποκτηθείσας δύναμης και τον θρίαμβο της επιτυχίας. Θα περνούσαν αιώνες μέχρι να καταφέρω να ανακαλέσω από τα βάθη της συνείδησής μου τι πραγματικά είχε συμβεί σε εκείνα τα λίγα μέτρα που μας χώρισαν από την επιφάνεια, την τρομερή συνομωσία που ξεκίνησε τόσο υποχθόνια εκείνο το δοξασμένο βράδι του έτους 1 του νέου ημερολογίου... ”
-- Απόσπασμα από την τελευταία διαθήκη της First Hashishin Ilya the Victrix