Η Κάθοδος των Γότθων

Χρονολογία: 
381 μΧ

Οι επόμενοι μήνες μετά την αναχώρηση από την κοιλάδα της Τρανσυλβανίας είναι δύσκολοι. Ο Avitus ακολουθεί τα σημάδια των θεών οδηγώντας τους ήρωες σε κύκλους, μέσα από δυσπρόσιτα περάσματα και κακοτράχαλα μονοπάτια πέρα από τις παρυφές της ρωμαϊκής επικράτειας. Μακριά από τον πολιτισμό, οι ήρωες παιδεύονται να επιβιώσουν μη γνωρίζοντας τον προορισμό τους.

Ένα βράδι, ενώ διασχίζουν μια απότομη οροσειρά, αντικρύζουν μια σκοτεινή κοιλάδα που απλώνεται προς το βορά γεμάτη με εκατοντάδες μικρές φωτιές. Από ψηλά θυμίζει πρόχειρο κατάλυμα κάποιου τεράστιου στρατού - τέντες απλώνονται όσο βλέπει το μάτι μέσα στην καταχνιά, με μακρινές μορφές να συνωστίζονται γύρω από τις φλόγες του μαγειρέματος. Ο Αίαντας αφήνει τους υπόλοιπους μεμιάς, μεταμορφωνόμενος σε αετό για να κοιτάξει καλύτερα το θέαμα. 

Ο έμπειρος λεγεωνάριος δεν αργεί να συνειδητοποιήσει πως δεν πρόκειται για στρατιωτικό καταυλισμό. Η πομπή απαρτίζεται κυρίως από άοπλους, περιλαμβάνοντας ηλικιωμένους, γυναικόπαιδα και πολλά κοπάδια ζώων. Η έκταση της είναι απροσδιόριστη, εκτείνεται μέσα στην νύχτα για χιλιόμετρα, εκατοντάδες χιλιάδες ψυχές κατασκηνώνουν μέσα στην κρύα νύκτα. Μια ολόκληρη φυλή μοιάζει να έχει αφήσει τη γη της, ψάχνοντας ένα καλύτερο μέλλον. 

Ο Αίαντας γυρίζει πίσω να ενημερώσει για όσα είδε, έχοντας πριν εντοπίσει και μια μεγάλη και καλά φυλασσόμενη σκηνή στις παρυφές της κατασκήνωσης που πιθανότατα θα στεγάζει κάποιον αρχηγό, ένα πρώτο σημείο προσέγγισης. Ο Avitus είναι εκστασιασμένος όταν ακούει πως πουθενά μέσα στο πλήθος δεν εντόπισε ο Αίαντας σημάδια σταυρών. Χωρίς να χάσουν χρόνο, οι ήρωες κατηφορίζουν και πλησιάζουν τους ανθρώπους. 
 

Γνωρίζοντας τους θνητούς...

Οι βρικόλακες κινούνται αθόρυβα μέσα στα σκοτάδια, προσπερνώντας τις περιπόλους και διασχίζοντας τις άφθονες μικρές σκηνές με προορισμό την μεγάλη σκηνή που εντόπισε ο Αίαντας από ψηλά. Εμφανίζονται ξαφνικά μπροστά στους φρουρούς, οι οποίοι σαστίζουν και τους μιλούν σε μια άγνωστη γλώσσα. Ο Avitus σπάει τον πάγο: ανοίγει τα χέρια του και τους δείχνει πολύτιμους λίθους, κάνοντας νοήματα πως δεν είναι εχθροί και θέλουν να προσφέρουν δώρα στον αρχηγό τους. Οι φρουροί μεταφέρουν το μήνυμα, και λίγα λεπτά αργότερα τους συνοδεύουν μέσα στην τέντα, όπου τους υποδέχεται ο πολέμαρχος Thodric περιτριγυρισμένος από ένοπλους στρατιώτες. Γρήγορα διατάζει να φέρουν έναν σκλάβο που μιλά λατινικά για τις μεταφράσεις, και η συνομιλία ξεκινά. 

Ο πολέμαρχος τους εξιστορεί πως ολόκληρη η φυλή των Γότθων μεταναστεύει. Η γη των πατεράδων τους στα βορειοανατολικά μαστίζεται ανελέητα από αιμοσταγείς κατακτητές από την ανατολή. Οι τοξότες καβαλάρηδες έχουν καταληστέψει τα χωριά τους, παραδίδοντας δεκάδες στις φλόγες. Ολοένα και μεγαλύτερες ορδές των εισβολέων που οι Γότθοι αποκαλούν Ούννους έρχονται χρόνο με το χρόνο, και οι απώλειες είναι τρομερές. Οι διάφοροι φύλαρχοι αποφασίζουν να εγκαταλείψουν τη γη τους και να κινηθούν προς το νότο και την ασφάλεια της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας που γνωρίζουν πως βρίσκεται εκεί. Έτσι ξεκίνησε το μεγάλο ταξίδι τους, με στόχο να αναζητήσουν μια νέα, ασφαλέστερη πατρίδα.

Οι ήρωες παρουσιάζονται σαν ιερείς των θεών, και λένε στον πολέμαρχο πως τα σημάδια είναι ευνοϊκά, και πως οι θεοί τους τους αγκαλιάζουν. Προειδοποιούν για τον κίνδυνο του Εσταυρωμένου, επιμένοντας πως είναι σημαντικότατο να τιμούνται σωστά όλοι οι θεοί, τόσο οι γηγενείς όσο και αυτοί που κουβαλούν οι Γότθοι μαζί τους. Ο πολέμαρχος, ιδιαίτερα χαρούμενος από τα λόγια τους και συνάμα από το γεγονός πως το ταξίδι τους τούς οδήγησε επιτέλους σε Ρωμαίους, τους προσφέρει κατάλυμα και τους προσκαλεί να συνοδέψουν την πομπή νότια, πρόσκληση που οι ήρωες αποδέχονται.

... και τους αθάνατους

Όταν βγαίνουν από τη σκηνή του πολέμαρχου, ήδη έχει μαζευτεί ένα πλήθος από περίεργους να δουν με τα μάτια τους τους Ρωμαίους νεοφερμένους. Μέσα στο πλήθος, πέρα από τις μυρωδιές των ανθρώπων, διακρίνεται σαφέστατα και η γνώριμη μυρωδιά του Κτήνους που κουβαλούν τα πλάσματα της νύκτας. Πέρα από τους πυρσούς διακρίνεται μια σκιά που κάνει νόημα στους ήρωες.

Οι βρικόλακες καταφέρνουν να ξεμπερδέψουν από το πλήθος και πλησιάζουν προς τον άγνωστο αθάνατο, ο οποίος τους οδηγεί λίγο έξω από τον καταυλισμό. Σε μια πλαγιά του λόφου διακρίνουν δέκα περίπου μορφές, όλους undead, ντυμένους με μια μυστήρια τελετουργική ενδυμασία.

Ο Illuminatus ξεκινά την συνάντηση, παρουσιαζόμενος με το μεγαλείο που λάμπει η παρουσία του. Αναλαμβάνει να συνονίσει τη συζήτηση με τηλεπάθεια, παρακάμπτοντας τις δυσκολίες της γλώσσας. Έτσι οι πρωτεργάτες της Νοξ γνωρίζονται με τους Childer of the Morrigan, τους τελετουργούς μύστες των πνευμάτων των Γότθων. Κάτω από το πέπλο του σκότους και μακριά από τα αυτιά των ανθρώπων, τελούνται εκατέρωθεν θυσίες και τελετές συνάντησης σε φιλικό κλίμα. Στους πρωτόγονους μεν, παραδιοσιακούς δε Γότθους οι βρικόλακες της Νοξ βλέπουν ένα πολύ δυνατό χαρτί για την αναμέτρηση ενάντια στο χριστιανισμό - από την άλλη, οι νεοφερμένοι Morrigans γνωρίζουν ένα σύμμαχο που τους προσφέρει απλόχερα γνώση και προστασία, κάτι σίγουρα απαραίτητο στην εποχή που θα ακολουθήσει.

Οι Morrigans δεν είναι οι μόνοι βρικόλακες που κατεβαίνουν με τα γότθικα φύλα - στην πομπή βρίσκονται επίσης και οι Moroi, άγριοι κηνυγοί που ζουν περισσότερο με τις αγέλες των ζώων παρά με τους ανθρώπους. Οι Moroi δεν αργούν να ζητήσουν να γνωρίσουν τους ρωμαίους. Στην συνάντηση που ακολουθεί, ο ευέξαπτος Moroi hunter Mowen προκαλεί τον Αίαντα σε μονομαχία. Ο έμπειρος λεγεωνάριος ξεσκίζει εύκολα τον βάρβαρο πολεμιστή, χαρίζοντας του όμως τη ζωή. Η Candra, αρχηγός του Moroi pack, χαρίζει τον Mowen στον Αίαντα: ένας πολεμιστής που έχει χάσει μονομαχία είναι disgraced στη φυλή του και δεν μπορεί να ξαναγυρίσει σε αυτήν.

Οι ήρωες περνούν καιρό με τους Γότθους, βρίσκοντας στους Morrigans την αγνότητα μέσα στον παγανισμό τους που τόσο καιρό είχαν χάσει στη Ρώμη. Μαθαίνουν την γλώσσα τους, μοιράζονται την μακρά ιστορία της Nox και δένονται στενά με τον ηγέτη των Morrigans, [Κωστή θέλουμε όνομα]. Οι βδομάδες περνούν και όσο η μεταναστευτική πομπή συνεχίζει το ταξίδι της νότια, οι δεσμοί σφίγγουν ανάμεσα στους αθάνατους. 

Μέσα στην άνοιξη, όταν οι μέρες αρχίζουν να μικραίνουν έντονα, οι ήρωες αποφασίζουν να συνεχίσουν την διαδρομή τους προς την Οδησσό για τη συνάντηση με τον Crispus. Έχουν βρει αυτό που έψαχναν, έναν αγνό, τίμιο και δυνατό λαό, αμόλυντο από τις χριστιανικές σκέψεις, να μπαίνει δυνατά στη σκακιέρα. Ο Λεόντιος πρέπει να εισαχθεί στους Γότθους, και εν καιρώ να τους κατευθύνει προς τους καίριους στόχους. 

Συνάντηση στην Οδησσό

Οι ήρωες καταφθάνουν στο ναό του Ποσειδώνα στην ακτή της Οδησσού ακριβώς τη μέρα του θερινού ηλιοστασίου. Δίπλα στις ριγμένες κολώνες, ο Crispus περιμένει υπομονετικά. Ο Avitus του εξηγεί τα κατορθώματα του ταξιδιού, και του λέει πως θα αναλάβει να ασχοληθεί αυτός με τους βρικόλακες της περιοχής, όσο ο Crispus ασχολείται με τους ανθρώπους. Καταστρώνουν τα επόμενα σχέδια, και πριν αναχωρήσουν έχουν την ευκαιρία να δουν ιδίοις όμασι και το νεαρό Λεόντιο, που ο Crispus κανόνισε να παραθερίζει στην περιοχή. Ο Illuminatus αναγνωρίζει το σημάδι στο πρόσωπο του νεαρού από τα οράματά του - ένα ακόμη καλό σημάδι συνοιωνεί στο σχέδιό τους.
 
Είναι όλα σε κίνηση: ο Λεόντιος θα ξεκινήσει προς τις χώρες των Γότθων, να ενώσει τις φυλές των ανθρώπων και να τις στρέψει προς τη Ρώμη. Μαζί του θα πάει μια ομάδα βρικολάκων υπό τον Crispus, να συντροφέψουν αόρατα τον Λεόντιο και να του στρώσουν το χαλί προς την επιτυχία. 
 
Παράλληλα, ο Avitus θα συντονίσει μια δεύτερη ομάδα, η οποία θα συνεχίσει να κυρήττει το λόγο και να καλεί σε εξέγερση σε όλη τη βόρεια επικράτεια. Θα χρειαστεί να γίνει ένα νέο αρχηγείο σε κεντρικότερο σημείο, πιθανότατα στις ακτές της Κροατίας, για να γίνει το κέντρο επιχειρήσεων. Όσοι μπορούν, θα φύγουν προς τις χώρες του βορρά να γνωρίσουν τους kindred, και να ετοιμάσουν την εισβολή στην παλιά τους αυτοκρατορία...