Χρονολογία:
394 μΧ Η νίκη των Γότθων στην Αδριανούπολη φέρνει μια συνθηκολόγηση με πολύ θετικούς όρους για τους εισβολείς. Αρχίζουν να θεμελιώνονται οικισμοί στα βαλκάνια, όσο οι απεσταλμένοι της Νοξ συνεχίζουν να εδραιώνουν την επιρροή τους. Το Inner Circle της οργάνωσης φροντίζει να σπείρει βρικόλακες σε όλες τις φυλές και τις φατρίες των Γότθων, επικεντρώνοντας την προσοχή στη θρησκευτική τους ηγεσία. Στόχος τους, να φέρουν τις φατρίες σε συνεννόηση και να θέσουν τις βάσεις για μια οργανωμένη συνεργασία ανάμεσα στις διάφορες φυλές.
Μέσα στον επόμενο χρόνο οι καταστάσεις έχουν ήδη ωριμάσει αρκετά ώστε να είναι εφικτή η πρώτη συνεύρεση της θρησκευτικής ελίτ των Γότθων. Οι δάσκαλοι της Νοξ χρησιμοποιούν όλο το κύρος και την ισχύ των προσωπικοτήτων τους για να πείσουν τους ηγέτες για την σημασία μιας οργανωμένης δράσης, θέτοντας τα θεμέλια για μια παν-παγανιστική σύμπραξη ενάντια στην χριστιανική απειλή.
Στο αντίπερα στρατόπεδο, ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος ξεκινά να κυβερνά δείχνοντας από την αρχή τις προθέσεις του: εξαπολύει με φανατισμό επιθέσεις τόσο ενάντια στους αλλόθρησκους παγανιστές όσο και ενάντια στο αντίπαλο χριστιανικό δόγμα των Αριανιστών. Η ενδοχριστιανική διαμάχη είναι βουτηγμένη στο αίμα, όσο οι Νικαϊστές εξωθούν τους Αριανιστές από τις σημαντικές θέσεις εξουσίας, οδηγώντας σε σχίσμα τους αιγύπτιους χριστιανούς. Όσο για τους παγανιστές, εκεί το μένος του πολεμόχαρου αυτοκράτορα είναι ασυγκράτητο: απαγορεύεται κάθε είδους μη χριστιανική θρησκευτική πρακτική με ποινή θανάτου. Κλείνουν τα ιερά και οι ναοί, γκρεμίζονται αγάλματα και καίγονται ολόκληρα λαμπρά θρησκευτικά κέντρα λατρείας των παλιών θεών ενώ διώκονται σθεναρά όλοι οι ακόλουθοι των παγανιστικών τελετών. Με την αυτοκρατορική υποστήριξη, ο Φιλεμών ο Δαμασκηνός οδηγεί την Lancea Sanctum στην αφαίρεση κάθε παγανιστικού στοιχείου από τις δημόσιες αίθουσες της Νεκρόπολης, ενώ παραδίδει στις φλόγες τα ερείπια από το Templum Remi.
Τα νέα από τη Ρώμη αναφέρουν πως ένας μικρός σεισμός έπληξε τη Ρώμη τις μέρες που ανακοινώθηκε η ανακύρηξη του Χριστιανισμού ως μοναδική νόμιμη λατρεία στην αυτοκρατορία. Οι ζημιές ήταν μετρημένες, αλλά τις επόμενες νύκτες οι Diggers (Necropolis Fossor) εξαφανίζονται μυστηριωδώς από την Νεκρόπολη και κανείς δεν ξαναμαθαίνει νέα τους. Ο Illuminatus νοιώθει ένα σκοτεινό σκίρτημα, αλλά δεν γνωρίζει τι συνέβη.
Η Φωτιά των Εστιάδων
Πέρα στην Κροατία, στο νησάκι όπου έχει εγκατασταθεί το κλιμάκιο της Νοξ που επιβλέπει τις πολεμικές ετοιμασίες ενάντια στη Ρώμη, καταφθάνει ένα μήνυμα από την κατάσκοπο Ovidia από τη Ρώμη: ένα βαρυσήμαντο φορτίο, ένα δυνατό όπλο στη μάχη που θα δοθεί, κατεβαίνει αυτές τις ημέρες την ανατολική ακτή της Αδριατικής με κατεύθυνση νότια. Η πομπή κρύβεται, αλλά είναι σημαντικό να εντοπισθεί, αναφέρει η Julii κατάσκοπος, και οι δάσκαλοι της Νοξ δεν καθυστερούν. Στέλνουν τον Αίαντα και τους καλύτερους κυνηγούς να εντοπίσουν αυτή την πομπή και να αποκτήσουν το πολύτιμο φορτίο. Η Περσεφόνη προφητεύει πως διακρίνει φλόγες να συνοδεύουν αυτή την ιστορία, ο Αίαντας πρέπει να κινηθεί προσεκτικά.
Η ομάδα των κυνηγών ξεχύνεται στα βουνά και τις κοιλάδες, αναζητώντας αυτή την μυστήρια πομπή. Αρκετές μέρες αργότερα και αφού έχει επιστρατεύσει πάμπολλα άγρια ζώα στην αναζήτησή του, ο Αίαντας εντοπίζει την πομπή σε ένα κακοτράχαλο εγκατελειμμένο μονοπάτι μέσα στο πυκνό δάσος. Μια εικοσάδα άτομα, ελαφρά οπλισμένοι, κουβαλούν ένα κλειστό αμαξίδιο μετα κόπων και βασάνων. Τα ρούχα των ταξιδιωτών είναι τα μαύρα ρούχα της κηδείας που φοριούνται στη Ρωμαϊκή επικράτεια, ενώ μοιάζει η πομπή να αποτελείται κυρίως από γυναίκες. Η πορεία τους είναι αργή και δύσκολη, καθώς το τοπίο δυσκολεύει αφάνταστα την διαδρομή. Ο Αίαντας διατάζει την Corvina να φύγει πίσω στην Κροατία και να φέρει τον Avitus, όσο αυτός θα αναλάβει την Πομπή.
Μόνος πια μέσα στο δάσος, αποφασίζει να κάνει μια αιφνιδιαστική επίθεση, όντας σίγουρος πως κάτι ιδιαίτερα επικίνδυνο κρύβεται σε αυτή την πομπή. Καλεί μια αγέλη λύκων, τους οποίους ταϊζει από το αίμα του, και τους διατάζει να επιτεθούν στους ανθρώπους. Μεταμορφώνεται και ο ίδιος σε λύκο και οδηγεί την αγέλη μέσα στο βαθύ σκοτάδι σε θέση ενέδρας.
Την κατάλληλη στιγμή, ο Αίαντας ορμά μπροστά στην εμπροσθοφυλακή. Οι φρουροί ξεσπαθώνουν και προσπαθούν να αμυνθούν, κραυγάζοντας για βοήθεια στα λατινικά. Ο έμπειρος βρικόλακας με τη συνοδεία των λύκων δεν δυσκολεύεται να τους ξεπαστρέψει, και τα μανιασμένα ζώα, μεθυσμένα από το φονικό και το αίμα, επιτίθενται με μανία στις γυναίκες που τρέχουν να σωθούν αλοπρόσαλλα μέσα στο σκοτεινό δάσος.
Όταν οι κραυγές σιγούν, ο Αίαντας πηγαίνει σε ένα πτώμα να τραφεί. Τραβάει το μανδύα μιας κοπέλας, και αντικρύζει ένα κρεμαστό περιδέραιο που του παγώνει το αίμα. Η νεκρή γυναίκα στα πόδια του φέρει το κόσμημα των Εστιάδων Παρθένων, του ιερού τάγματος της θεάς Εστίας που για πάνω από μια χιλιετία κρατούσαν ζωντανή την Φλόγα της Εστίας στον ναό της Aedes Vesta στην καρδιά της αιώνιας πόλης. Με τρόμο, συνειδητοποιώντας τι έχει διαπράξει, ο Αίαντας πλησιάζει στο αμαξίδιο για να επεξεργαστεί το φορτίο του. Τραβά τον σύρτη, και η πόρτα ανοίγει αποκαλύπτοντας το δοχείο από μάρμαρο και χρυσάφι που φυλά την ιερή φλόγα, η οποία καίει δειλά μέσα στη νύχτα. Οι Εστιάδες Παρθένες έφυγαν διωγμένες από την Ρώμη για να προφυλάξουν την φλόγα της Θεάς από το μένος του Θεοδόσιου, και ο Αίαντας έδωσε μόλις ένα οριστικό τέλος στην χιλιόχρονη ιστορία τους. Συντετριμμένος, παίρνει το αμαξίδιο και ξεκινά να το σπρώχνει προς το σημείο της συνάντησής του με τον Avitus, αναμένοντας στοϊκά τη μοίρα του. Ήδη την επόμενη νύχτα όταν ξυπνά από το κρυσφήγετό του, η φλόγα της Εστίας έχει σβήσει.
Λίγες μέρες αργότερα, η Corvina φτάνει στο αρχηγείο της Κροατίας και μεταφέρει το κάλεσμα στον Avitus. Αυτός δεν χάνει χρόνο και αναχωρεί αμέσως μαζί με την Corvina για να συναντήσουν τον Αίαντα. Το ταξίδι τους διαρκεί λίγες ημέρες, ώσπου μια σκοτεινή νύχτα χωρίς φεγγάρι, ο epulon καταφθάνει στην κορυφή που έχει οριστεί η συνάντηση. Ο Αίαντας είναι κατατονικός, συντετριμμένος, ενώ αποφεύγει το βλέμα του Avitus. Ο ιερέας συνειδητοποιεί πως κάτι πάει πολύ στραβά, και ρωτά τον Αίαντα για την πομπή και το φορτίο που κουβαλά.
Ο πολεμιστής διστάζει, αλλά τελικά μιλά την αλήθεια. Η φλόγα της Εστίας είναι σβηστή, και η ευθύνη είναι δική του. Πριν προλάβει να ολοκληρώσει την εξιστόρηση, ο Avitus νοιώθει μια υπερκόσμια οργή να τον κατακλύζει. Βγάζει μια εφιαλτική κραυγή, σπέρνοντας τρόμο και πόνο στο μυαλό του Αίαντα, και νοιώθει το κτήνος μέσα του να τον κυριεύει. Χυμάει πάνω στον Αίαντα, μπήγει τα δόντια του στο λαιμό του και πίνει μανιασμένα. Ο Αίαντας δεν αντιστέκεται, προσπαθώντας να κρατήσει το κτήνος και το ένστικτο επιβίωσης υπο έλεγχο, του αξίζει όποια τιμωρία λάβει. Δεν αργεί να συνειδητοποιήσει πως ο Avitus είναι συνεπαρμένος από το κτήνος και θα τον σκοτώσει! Προσπαθεί να διαφύγει, αλλά ο μανιασμένος, τρελάμένος από την οργή Avitus δεν τον αφήνει. Έχει γαντωθεί πάνω του, ρουφώντας με μίσος.
Το αίμα στις φλέβες του μονομάχου αδειάζει. Την τελευταία στιγμή, ο Avitus καταφέρνει να επιβληθεί στο ένστικτό του και αποτραβιέται. Το σώμα του Αίαντα είναι ακίνητο σε torpor, αλλά δεν του δόθηκε ο τελικός θάνατος. Σαστισμένος και εξοργισμένος, ο Avitus φωνάζει την Corvina να επιστρέψει, και οι δυό τους φορτώνονται το κορμί του Αίαντα και το αμαξίδιο της Εστίας και ξεκινούν την αμίλητη επιστροφή στην Κροατία.
Ιερή Τιμωρία
Η Περσεφόνη και ο Illuminatus υποδέχονται τα νέα σαστισμένοι. Ο Avitus εξιστορεί τα καθέκαστα σαστισμένος και εξοργισμένος, ο παλιός τους σύντροφος έχει διαπράξει ανεκδιήγητη ύβρη. Η τιμωρία του, αποφασίζουν σε συνέλευση, πρέπει να είναι χειρότερη από το θάνατο: θα θαφτεί κάτω από το βωμό που θα φιλοξενήσει το κειμήλιο της φλόγας της Εστίας. Εκεί θα βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής από τα αποστραγγιστικά κανάλια που θα μεταφέρουν το αίμα των θυσιών που θα γίνονται προς τιμήν της θεότητας. Ο Αίαντας καταδικάζεται σε μαρτύριο αιώνων - κάθε φορά που θα ξυπνά, μια ή δυο φορές τον αιώνα, θα υποφέρει ακινητοποιημένος, ανήμπορος να τραφεί από το αίμα που ρέει δίπλα του χωρίς να μπορεί να γευτεί ούτε στάλα. Θα πέφτει σε torpor από την πείνα ξανά και ξανά, για αιώνες ή χιλιετίες, καταδικασμένος να συλλογίζεται για το υπόλοιπο της βασανιστικής του αιωνιότητας το έγκλημα που διέπραξε.
Ο Avitus δεν σταματά. Τις επόμενες ημέρες διατάζει την Corvina να του υποταγεί, απαιτώντας ένα blood bond. Όλη η φάρα του Αίαντα θα υποφέρει για το αμάρτημα που διέπραξε o πολεμιστής. Όταν η Corvina αρνείται, ο Avitus διατάζει να την παλουκώσουν, και βίαια την ποτίζει με το αίμα του τις επόμενες νύχτες, τσακίζοντας τη θέλησή της και δένοντάς την με τα βαρειά δεσμά του αίματος.
Η Ώρα της Κρίσης πλησιάζει
Μέσα στη θλίψη για τα γεγονότα, ο Illuminatus ξυπνά μια νύχτα νοιώθοντας μια παρουσία μακριά να πλησιάζει. Το κάλεσμα έρχεται από τα βάθη της υπόστασής του, σκοτεινό και αληθινό. Τις ερχόμενες νύχτες το κάλεσμα γίνεται εντονότερο, κάτι πλησιάζει μέσα από τα σκοτάδια. Την τρίτη μέρα και ενώ το κάλεσμα τον έλκει σαν μαγνήτης, ο Illuminatus παραδίδεται και το ακολουθεί. Φεύγει από το κρυσφήγετο και ακολουθεί το στίγμα σαν υπνωτισμένος, χωρίς απόλυτο έλεγχο των πράξεών του. Σε έναν εμπορικό παράδρομο τελικά αντικρύζει την σκοτεινή φυσιογνωμία που ασκεί όλη αυτή την έλξη.
Το πλάσμα έχει αντρική μορφή, αλλά μοιάζει πλασμένο από απόλυτο σκοτάδι. Μοναδική παραφωνία τα γαλάζια μάτια του που λάμπουν πλαισιωμένα από ένα κατάμαυρο πρόσωπο. Ο Illuminatus αμέσως νοιώθει το κάλεσμα του ιδίου αίματος και δεν έχει αμφιβολία: μπροστά του βρίσκεται ένας από τους Traditores, φυλακισμένος για αιώνες στα Τάρταρα μα πλέον ελεύθερος. Το πλάσμα τον χαιρετά στην υποχθόνια γλώσσα που τόσο καλά γνωρίζει από την φυλακή του στον κάτω κόσμο: "Χαίρε, αδερφέ, επιτέλους σε εντοπίζω. Άφησέ με να σε διαβάσω." Ο Illuminatus γνέφει καταφατικά, και το πλάσμα κολλάει το μέτωπό του στο δικό του, αφήνοντας τις σκέψεις και τις εμπειρίες του να κατακλύσουν τον Traditore.
To πλάσμα χαμογελά. "Ετοιμάζεις έναν ολόκληρο στρατό για να επιστρέψεις στη Ρώμη, την ατιμασμένη πόλη που μας πρόδωσε στο ξεκίνημά της. Έχει φτάσει η ώρα της κρίσης, η ώρα της εκδίκησης. Είμαστε πλεον ελεύθεροι, καιρός να πάρουμε το αίμα μας πίσω. Θέλεις να σου δείξω;" Ο Illuminatus συμφωνεί, και ακουμπά ξανά το κούτελο του πλάσματος, δεχόμενος αυτή τη φορά έναν καταιγισμό εικόνων.
Βλέπει ξανά το γνώριμο μα πάντα τρομακτικό σκηνικό της φυλακής των Traditore, βαθειά μέσα στα Τάρταρα. Νοιώθει τον σεισμό να συντονίζει τα έγκατα της γής, και στη συνέχεια ένα ποτάμι νερού να χύνεται με βια πάνω στη λάβα που κυλά στον Φλεγέθωνα ποταμό. Τα πλάσματα δραπετεύουν, ακολουθούν το μονοπάτι που πριν χρόνια ο Illuminatus πήρε για να δραπετεύσει, βγαίνοντας στα υπόγεια του συμπλέγματος των Diggers. Τα αδέρφια του ξεχύνονται μέσα στη νύχτα με το αίμα τους να καίει. Οι επόμενες σκηνές δείχνουν το κυνήγι των Julii που ξεκινά - βλέπει εικόνες από διαδοχικά diableries στους απογόνους του Aulus Julius Senex, ένας μετά τον άλλον παραδίνονται στα δόντια των Traditores. Με κάθε diablerie νοιώθει τους Traditores να ισχυροποιούνται, σαν ένα κομμάτι από το δικό τους αίμα, την παλιά τους δύναμη, να επιστρέφει πίσω στη αρχέγονη μήτρα και να ενδυναμώνει τους εξόριστους που επιστρέφουν.
"Έχει αρχίσει η εκδίκηση. Ένας ένας, θα πέσουν όλα τα παιδιά του Julius, και στο τέλος, ο ίδιος ο προδότης και αδερφοκτόνος θα νοιώσει την τιμωρία! Η μοίρα μας που μας κλάπηκε θα μας επιστραφεί, θα απορροφήσουμε τη φύση μας ξανά και θα πάρουμε πίσω την αρχαία γη μας. Αδερφέ, οι έξι είμαστε πια έξω, και με εσένα είμαστε επτά. Φέρε το στρατό σου στις πύλες της Ρώμης και εμείς θα τις ανοίξουμε για να σας υποδεχτούμε. Και τότε, κάτω στον τάφο του Senex, θα δώσουμε το δίκαιο τέλος. Έναν μόνο θα αφήσουμε ζωντανό από όλη τη φάρα του, να διαδώσει την ιστορία μας στους αιώνες και να υπενθυμίζει πως η εκδίκηση μπορεί να αργεί, όμως κανένα προαιώνιο έγκλημα δεν μένει ατιμώρητο."
Ο Illuminatus επιστρέφει σκεπτικός στο νησάκι, όπου αμέσως βρίσκεται με τον Avitus, την Περσεφόνη και τον Λυσίμαχο που πρόσφατα επέστρεψε στη βάση. Χωρίς δισταγμό τους εξηγεί όλη την αλήθεια. Τα αδέρφια του είναι οι σύμμαχοι που θα σιγουρέψουν την νίκη, θα φέρουν την εκδίκηση στα χέρια τους και θα παραδώσουν την Ρώμη στην ιερή φλόγα που της αξίζει. Οι Julii πρέπει να αφανιστούν, κάθε ένας έως τον τελευταίο! Οι άλλοι είναι συγκλονισμένοι από τις αποκαλύψεις όπως και από την τραγική συνειδητοποίηση: πολλά από τα πιο αγαπημένα μέλη της Nox ανήκουν στην φυλή των Julii - o Pamphilus, o Aprilius, o Octavius Magnus, o Crispus, o Gracchus και πολλοί άλλοι ζητείται να πεθάνουν!
Ο Illuminatus είναι κάθετος πως θα ακολουθήσει το κάλεσμα του αίματός του και θα πάρει μέρος στην εκδίκηση. Η Περσεφόνη με τον Λυσίμαχο αρνούνται να δεχτούν πως οι πιστοί τους σύμμαχοι είναι δυνατόν να θυσιαστούν για τα εγκλήματα του προπάτορά τους, προτείνοντας να κάνουν ό,τι περνάει από το χέρι τους για να προστατέψουν τους συμμάχους τους από τα Strix και τους Traditores. Ο Avitus αποφαίνεται πως λυπάται μεν για την θυσία των αθώων συμμάχων του, αλλά το έγκλημα του Julius είναι τόσο μεγάλο, που η τιμωρία του αφανισμού όλης της φάρας του είναι δίκαια και αντίστοιχη με την βαρύτητα των πράξεών του.
Προσπαθώντας να συμφωνήσουν, ο Avitus ζητά χρησμό από τους Θεούς. Το όραμα είναι ξεκάθαρο: βλέπει τη νεαρή Κλωθώ να γνέθει την κλωστή της μοίρας, την μεστή Λάχεσι να μετρά, και την γηραιά Άτροπο να κρατά το μαχαίρει που κόβει την ιστορία των θνητών. Η Λάχεσις προτείνει τα χέρια της, παραδίδοντας την κλωστή της μοίρας στον epulon, πριν το όραμα σβήσει. Η επιλογή του πεπρωμένου είναι στα χέρια τους. Η συζήτηση που ακολουθεί είναι εκτενέστατη και ιδιαίτερα φορτισμένη. Η απόφαση προς κάθε μια από τις δύο επιλογές έχει ένα πολύ βαρύ τίμημα..
Η Συνομωσία
Όσο η νύχτα προχωρά, ο Illuminatus γίνεται ολοένα και πιο πειστικός. Οι Traditores αδικήθηκαν κατάφωρα από τον Julius και τη γενιά του, και τόσους αιώνες μετά είναι πλέον ελεύθεροι ζητώντας εκδίκηση. Το μένος τους ενάντια στους Julii είναι αστείρευτο, η μάχη θα δοθεί και θα κερδηθεί από τους Traditores ούτως η άλλως - η Ρώμη άλλωστε δεν είναι σήμερα παρά η σκιά του παλιότερου δοξασμένου της εαυτού, οι δομές των Propinqui αποδυναμωμένες και η κοινωνία τους σαθρή. Είτε το θέλει η Nox είτε όχι, οι Julii είναι στο στόχαστρο και θα σκοτωθούν ένας-ένας μέχρι τελευταίου. Το ερώτημα είναι, θέλει η οργάνωση να συνεχίσει να επιβιώνει και μετά από αυτό το κεφάλαιο, βρισκόμενη σύμμαχος με τους νικητές έστω και χωρίς τους Julii, ή είναι η οργάνωση διατεθειμένη να αναλωθεί σε έναν πόλεμο που δεν είναι δικός της, στρέφοντας εκεί την προσοχή της αντί για τον αληθινό της αγώνα υπέρ των παλιών θεών;
Εκεί λοιπόν, τις πρώτες πρωϊνές ώρες της τρίτης Σεπτέβρη του 394 στην Κροατία, παίρνεται η απόφαση: ο δρόμος της Nox χωρίζει από τους Julii. Η οργάνωση θα συμπορεύσει με τους Traditores, δίνοντας τους τους Julii και την υπόσχεση για την καταστροφή όλου του γένους, με αντάλλαγμα τη συμμαχία τους και την βοήθειά τους για την άλωση της Ρώμης από τον στρατό των Γότθων. Οι τέσσερις βρικόλακες Avitus, Illuminatus, Λυσίμαχος και Περσεφόνη σφραγίζουν την Ιουλιανή Συνομωσία και η Nox Ascensa αλλάζει πορεία.